- λυδίων
- λυδίων -ίωνος, ὁ (Α)(στους Ρωμαίους) μίμος, υποκριτής, ορχηστής («ἐν ἁπάσαις [ταῑς πομπαῑς] πρόσηβοι κόροι... στοιχηδὸν πορεύονται καλούμενοι πρὸς αὐτῶν... λυδίωνες», Δίον. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ludio, -ionis και ludius, -ii «υποκριτής, μίμος»].
Dictionary of Greek. 2013.